- καθαιρετέος
- καθαιρ-ετέος, α, ον,A to be put down, Th.1.118.II καθαιρετέον one must put down, overthrow,
κ. καὶ καταγωνιστέον τινάς Aristid. 1.445J.
;κ. ἐξ ἀκροπόλεως τὴν τυραννίδα Them.Or.21.256a
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.